- ὀφθαλμοῖσι
- ὀφθαλμόςeyemasc dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀφθαλμοῖσ' — ὀφθαλμοῖσι , ὀφθαλμός eye masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SESSIONIS honor — oblatus antiquitus adventantibus, memoratur Homero, Il. ψ. v. 201. Θέου???α δ᾿ Ἶρις ἐπέςτη Βηλῷ ἐπὶ λιθέῳ. τοὶ δ᾿ ὡς ἴδον ὀφθαλμοῖσι Πάντες ἀνήϊξαν, καλέον τέ μιν εἴς ἐ ἔκαςτος. Ἡ δ᾿ αὖθ᾿ ἕζεςθαι μὲν ἀνήνατο. εἶπε δὲ μῦθον, Οὐχ ἕδος εἶμι γὰρ… … Hofmann J. Lexicon universale
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek